- μαιούμαι
- μαιοῡμαι, -όομαι (Α) [μαία]1. (για μαία) βοηθώ επίτοκη γυναίκα να ξεγεννήσει («τάς τε τεκούσας ἐμαιοῡτο», Λουκιαν.)2. (για επίτοκο) ελευθερώνομαι, γεννώ3. (για τροφό) θηλάζω («μαζῷ μαιώσατο», Νόνν.)4. μτφ. (για την Ηώ) γεννώ την ημέρα.
Dictionary of Greek. 2013.