μαιούμαι

μαιούμαι
μαιοῡμαι, -όομαι (Α) [μαία]
1. (για μαία) βοηθώ επίτοκη γυναίκα να ξεγεννήσει («τάς τε τεκούσας ἐμαιοῡτο», Λουκιαν.)
2. (για επίτοκο) ελευθερώνομαι, γεννώ
3. (για τροφό) θηλάζω («μαζῷ μαιώσατο», Νόνν.)
4. μτφ. (για την Ηώ) γεννώ την ημέρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • μαίωσις — μαίωσις, ἡ (Α) [μαιούμαι] μαίευση …   Dictionary of Greek

  • μαίωτρα — μαίωτρα, τὰ (Α) η αμοιβή τής μαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιοῦμαι + επίθημα τρα (πρβλ. δίδακ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • μαιήτωρ — μαιήτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που φέρνει κάτι στο φως, ερευνητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. νική τωρ, οική τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • μαιωτικός — (I) μαιωτικός, ή, όν (Α) [Μαιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μαιώτες. (II) μαιωτικός, ή, όν (Α) [μαιούμαι] μαιευτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”